Η Ελλάδα είναι μια χώρα «προικισμένη» με περίπου 6.000 νησιά και βραχονησίδες, από τα οποία 227 κατοικούνται, και με πάνω από 13.600 χλμ ακτογραμμής. Το απαράμιλλης ομορφιάς αυτό φυσικό φαινόμενο, σε συνδυασμό με το ευχάριστο κλίμα και τη ζεστή φιλοξενία συγκεντρώνει κάθε χρόνο εκατομμύρια επισκέπτες, που αποτελούν τον βασικό μοχλό της εθνικής οικονομίας, ταυτόχρονα όμως δοκιμάζουν τις αντοχές των φυσικών πόρων των νησιών και των παράκτιων περιοχών.
Τα νησιά μας συνδυάζουν υψηλή προστιθέμενη αξία τόσο σε περιβαλλοντικό όσο και κοινωνικοοικονομικό επίπεδο. Αφενός γιατί πρόκειται για περιοχές που φιλοξενούν πολύτιμα οικοσυστήματα, σπάνια ή απειλούμενα είδη, κ.λπ. και αφετέρου διότι αποτελούν, εύλογα, τους «μαγνήτες» της τουριστικής κίνησης. Γι’ αυτό και πρέπει να αποτελέσουν πεδία στοχευμένων πολιτικών, δράσεων και πρωτοβουλιών με στόχο την ήπια, δίκαιη, βιώσιμη και σε αρμονία με τη φύση ανάπτυξη. Με βασική προτεραιότητα την ενημέρωση και την περιβαλλοντική δέσμευση των τοπικών κοινωνιών, τα νησιά μπορούν να αποτελέσουν κοιτίδες ουσιαστικής, συμμετοχικής και αειφορικής διακυβέρνησης, που θα προωθεί τις συνέργειες, τη γνώση, την ανάπτυξη και την ευμάρεια, πάντα μέσα από τη διαφύλαξη των οικοσυστημάτων, των φυσικών και πολιτιστικών χαρακτηριστικών του τόπου. Τα μοντέλα αυτά, που τυχόν θα αναπτυχθούν και θα δοκιμασθούν σε επίπεδο νησιών, θα μπορέσουν με τη σειρά τους να αποτελέσουν έναν “οδικό χάρτη” για τη βιώσιμη διαχείριση αντίστοιχων περιοχών σε ευρύτερο πλαίσιο, αφήνοντας πίσω τα χρεοκοπημένα πρότυπα της άναρχης τουριστικής ανάπτυξης.